- αλλάγι
- το (Μ ἀλλάγιον)νεοελλ.1. ο ορισμένος χρόνος κατά τον οποίο εκτελείται διαδοχικά μια εργασία, ιδιαίτερα το αλώνισμα2. ομάδα, όμιλος εργατών που εργάζονται σε διαδοχικές βάρδιες3. πλήθος, ασκέρι4. (για χρόνο) φορά«δυο αλλάγια την ημέρα»5. στον πληθ. τα αλλά(γ)ιαφορεσιά, ρούχα καινούργια, γιορταστικά (και ιδιαίτερα): α) τα ρούχα τού γαμπρού, που την παραμονή τού γάμου μεταφέρουν κορίτσια με συνοδεία μουσικής από το σπίτι τού γαμπρού στο σπίτι τής νύφηςβ) τα νυφικά6. το κέρδος που προέρχεται από την αλλαγή νομισμάτωνμσν.1. παραλαβή και παράδοση, ανταλλαγή αιχμαλώτων2. στρατιωτικό σώμα που βρίσκεται στην υπηρεσία τού βασιλιά, βασιλική σωματοφυλακή και γενικά στρατιωτική μονάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀλλάγιον < ἀλλαγή.ΠΑΡ. νεοελλ. αλλάι].
Dictionary of Greek. 2013.